Ένας γαλάζιος ουρανός, γαλάζιο που χάνεσαι σε αυτό. Λέξεις χαμένες, ψίθυροι παλιοί, προτάσεις λησμονημενες. Όλες εκμηδενιζονται μπροστά σε αυτή την απεραντοσύνη. Τι να θυμάται άραγε αυτό το γαλάζιο; Σχέσεις που πληρώθηκαν; Φιλίες που διαβρώθηκαν και έσπασαν;; Άνθρωποι πληγωθηκαν. Άλλοι χαμογέλασαν, έλαμψε το πρόσωπο τους. Λάμψη αγία, ασύγκριτη. Ποιό συναίσθημα ξεπερνά εκείνο το οποίο νιώθεις όταν χαρίζεις στον άλλον ένα χαμόγελο; Νιώθουμε όμως; Αφήνουμε χρόνο στη ζωή μας για αυτή την περιττή πια για μας πολυτέλεια; Ο ορθολογισμός της ζωής δεν ανέχεται το συναίσθημα. Το απορρίπτει σαν κάτι περιττό. Περιττό όπως κι η ανθρωπιά. Το μόνο που χρειάζεται σήμερα είναι η ικανότητα επιβίωσης και αναπαραγωγής. Από τη στιγμή που σήμερα βγάζεις χρήματα όλα τα αλλά συγχωρούνται. Χρήμα, η αναγκαία πανούκλα του πολιτισμού. Αγωνίζονται γι αυτό, βασανίζονται γι αυτό, πεθαίνουν γι αυτό. Ακόμα χειρότερα γίνονται κτήνη. Τέτοια και η κοινωνία μας. Κτήνη μας κυβερνούν, κτήνη συναλασσομαστε, κτήνη είμαστε. Πάλι όμως κάτι μας διαφοροποιεί. Ακόμα και εμάς , το ανθρώπινο γένος, που από την κορυφή της τροφικής αλυσίδας έχουμε εκπέσει σε κτήνη, κάτι μας διαφοροποιεί. Μπορούμε να ονειρευόμαστε. Ένα χάδι από τη μάνα μας, ένα χτύπημα στην πλάτη του πατέρα μας, ένα φιλί από την κοπέλα μας, ένα χαμόγελο του φίλου μας. Αυτό το ένα, που μέσα δε όλα τα οποία που ακούει και θυμάται ο ουρανός, είναι που έχει την ικανότητα να βάψει όλο το πέρας του ουρανού μ απέραντο γαλάζιο.
Βαθιά το μπλε αιμορραγεί
Πίκρα δακρύζει ο ορίζοντας